- διφρηλάτας
- διφρηλάτας1 charioteer
διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.82
κεῖνοι γὰρ ἡρώων δᾰφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos I. 1.17
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.82
κεῖνοι γὰρ ἡρώων δᾰφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos I. 1.17Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
διφρηλάτας — διφρηλάτᾱς , διφρηλάτης charioteer masc acc pl διφρηλάτᾱς , διφρηλάτης charioteer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)